τροπαιούχος

τροπαιούχος
-α, -ο
αυτός που του έστησαν τρόπαιο, νικητής, θριαμβευτής: Γύρισε νικητής και τροπαιούχος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τροπαιούχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (12 τ. χλμ.). * * * α, ο / τροπαιοῡχος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που έχει τρόπαια, νικητής, θριαμβευτής μσν. προσωνυμία Βυζαντινών αυτοκρατόρων αρχ. 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • τροπαιούχοις — τροπαίουχος having masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαιούχοισιν — τροπαίουχος having masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαιούχου — τροπαίουχος having masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαιούχους — τροπαίουχος having masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαιούχων — τροπαίουχος having masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαιούχῳ — τροπαίουχος having masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φερέτριος — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διός) τροπαιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Feretrius «τροπαιούχος», προσωνυμία τού Διός] …   Dictionary of Greek

  • τροπαιουχώ — έω, Μ [τροπαιοῡχος] είμαι τροπαιούχος …   Dictionary of Greek

  • Tropaevchvs — TROPAE ÉCHVS, i, Gr. Τροπαιοῦχος, ου, oder …   Gründliches mythologisches Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”